πωλήσει

πωλήσει
πώλησις
selling
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
πωλήσεϊ , πώλησις
selling
fem dat sg (epic)
πώλησις
selling
fem dat sg (attic ionic)
πωλέομαι
go up and down
fut ind mp 2nd sg
πωλέω
sell
aor subj act 3rd sg (epic)
πωλέω
sell
fut ind mid 2nd sg
πωλέω
sell
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κόρνερ — το 1. (στο ποδόσφαιρο) α) σφάλμα παίκτη που στέλνει την μπάλα πίσω από τη γραμμή τού τέρματος τής ομάδας του β) ποινή τής επαναφοράς τής μπάλας με κλοτσιά από αντίπαλο παίκτη, εξαιτίας τού παραπάνω σφάλματος γ) η γωνία τού γηπέδου απ όπου… …   Dictionary of Greek

  • χρηματιστήριο — Το χ. είναι η επίσημη αγορά, όπου συναντώνται τα πρόσωπα που πωλούν και αγοράζουν ορισμένα αγαθά. Το χ. διαφέρει από τις άλλες αγορές ως προς το ότι τα αγαθά που ανταλλάσσονται σε αυτό δεν υπάρχουν αυτούσια. Για τον λόγο αυτό μπορούν να είναι… …   Dictionary of Greek

  • αγρομερινός — ή, ό αυτός που ζει στα χωράφια, στους αγρούς: Είχε αναγκασθεί να πωλήσει την πατρικήν οικίαν και να γίνει αγρομερινός (Παπαδιαμάντης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”